Στο πρώτο επτάμηνο του 2024, ο συνολικός τζίρος των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα άγγιξε τα 6,83 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 6,64 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Μια από τις κυριότερες τάσεις που καταγράφεται είναι η αύξηση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, αν και με ελαφρώς μειωμένη δυναμική. Αυτά τα προϊόντα συνεχίζουν να εμφανίζουν ρυθμό ανάπτυξης υπερδιπλάσιο από τα επώνυμα.
Σύμφωνα με την Circana, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο χρονικό διάστημα αυτό ανήλθε στο 26,8%, από 26,2% το 2023. Παρά τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης σε μονοψήφιο ποσοστό, οι πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζουν να υπερέχουν σε ρυθμό αναφορικά με τα επώνυμα προϊόντα, τα οποία συνεισφέρουν το 73,2% του συνολικού τζίρου και ανήλθαν σε ανάπτυξη μόλις 2,1%.
Η κατηγορία των τροφίμων έχει αναδειχθεί πλέον ως ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, σε αντίθεση με το παρελθόν που τα είδη νοικοκυριού είχαν την πρωτοκαθεδρία. Όπως δείχνει το Market View της Circana, το μερίδιο των ιδιωτικής ετικέτας στα τρόφιμα ανήλθε στο 27,4% το επτάμηνο του 2024, από 26,5% το 2023. Αντίθετα, στις κατηγορίες προσωπικής φροντίδας και ειδών νοικοκυριού, παρατηρείται πτώση των μεριδίων.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι τα τρόφιμα είναι η μοναδική κατηγορία που παρουσίασε αύξηση της τιμής ανά τεμάχιο κατά 0,8% σε ετήσια βάση, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη των φθηνότερων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Σε αντίθεση, οι τιμές στα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και υγιεινής μειώθηκαν κατά 3,3%, ενώ τα είδη φροντίδας του σπιτιού κατά 1,9%.
Η αγορά των ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων (FMCG) συνεχίζει να προσελκύει την προσοχή μέσω προωθητικών ενεργειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana, το 26,3% των πωλήσεων του επτάμηνου προήλθε από προϊόντα σε καθεστώς έκπτωσης ή προσφοράς, με αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα. Οι αυξήσεις αυτές καταγράφηκαν σε όλες τις κύριες κατηγορίες, με τα τρόφιμα στο 25,9%, τα είδη νοικοκυριού στο 27,7% και τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και υγιεινής στο 30,3%.
Η ανάπτυξη αυτή μπορεί να αποδοθεί στις πολλαπλές προσφορές που εφαρμόζουν οι ελληνικές βιομηχανίες και εισαγωγείς, στην αύξηση του όγκου των πωλήσεων καθώς και σε επιλεκτικές μειώσεις τιμών.
Πηγή: newsbeast.gr